Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(πολύδακρυν ἀδονάν

См. также в других словарях:

  • πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»